νειρεύομαι

νειρεύομαι
νείρομαι 1. μετ.
1) видеть во сне; 2) мечтать, грезить; спать и видеть (разг ); 2. αμετ. видеть сон

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Смотреть что такое "νειρεύομαι" в других словарях:

  • νειρεύομαι — βλ. ονειρεύομαι …   Dictionary of Greek

  • (ο)νειρεύομαι — εύτηκα, εμένος 1. βλέπω όνειρα στον ύπνο μου: Κοιμάται κι ονειρεύεται. 2. βλέπω κάποιον στο όνειρό μου: Ονειρεύτηκα απόψε τη μάνα μου. 3. μτφ., πλάθω με τη φαντασία μου: Είν όμορφη η χώρα σας, μα δεν είν εκείνη που ονειρεύτηκα (Πορφύρας) …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ονειρεύομαι — και νειρεύομαι και νείρομαι [όνειρο] 1. βλέπω όνειρα, ενυπνιάζομαι 2. βλέπω κάποιον ή κάτι στο όνειρό μου («καλό στον έμορφο το νιο, που ψες τόν ονειρεύτηκα», Βιζυην.) 3. δημιουργώ φανταστικές εικόνες στο μυαλό μου, ονειροπολώ, φαντασιοκοπώ… …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»